ταχύγλωσσος

ταχύγλωσσος
-η, -ο
1. αυτός που μιλάει γρήγορα ή με ευχέρεια.
2. αυτός που πάσχει από ταχυγλωσσία (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ταχύγλωσσος — η, ο / ταχύγλωσσος, ον, ΝΑ αυτός που μιλά γρήγορα νεοελλ. 1. ιατρ. αυτός που πάσχει από ταχυγλωσσία 2. το αρσ. ως ουσ. ο ταχύγλωσσος ζωολ. γένος μονοτρήματων θηλαστικών τής Αυστραλίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. βραδύ… …   Dictionary of Greek

  • ταχύγλωσσον — ταχύγλωσσος quick of tongue masc/fem acc sg ταχύγλωσσος quick of tongue neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχυγλωσσότεροι — ταχύγλωσσος quick of tongue masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχύγλωσσοι — ταχύγλωσσος quick of tongue masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • ταχυγλωσσία — η, Ν [ταχύγλωσσος] 1. το να μιλά κανείς γρήγορα 2. ιατρ. ταχυφημία …   Dictionary of Greek

  • ταχύ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ταχύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού γρήγορου (πρβλ. ταχυ κίνητος, ταχύ πους), τού πρόωρου, τού εσπευσμένου (πρβλ. ταχύ γαμος, ταχύ γηρος), τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”